- περικαρπικός
- και περικαρπιακός, -ή, -ό, Ν [περικάρπιο]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περικάρπιο2. φρ. «περικαρπικά σπέρματα»βοτ. τα σπέρματα τών οποίων ο άξονας είναι παράλληλος με τον άξονα τού καρπού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.